ὀρχηστύς

ὀρχηστύς
ὀρχηστ-ύς, ύος, , [dialect] Ion. for ὄρχησις,
A the dance, Il.13.731, Od.1.152, E.Cyc.171 : [var] contr. dat.

ὀρχηστυῖ Od.8.253

, 17.605, v.l. in h.Ap.149. [[pron. full] in nom. and acc.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ορχηστύς — ὀρχηστύς, ύος, ἡ (Α) ιων. τ. όρχηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρχησ τού ὀρχοῦμαι «χορεύω», πρβλ. απρμφ. αορ. ὀρχήσ α σθαι + επίθημα τύς (πρβλ. μνησ τύς). Η λ. ορχηστύς αναφέρεται κυρίως στην τέχνη τού χορού και διακρίνεται από το ὄρχησις, που αναφέρεται… …   Dictionary of Greek

  • ὀρχηστύς — ὀρχηστύ̱ς , ὀρχηστύς the dance fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστυῖ — ὀρχηστύς the dance fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστύος — ὀρχηστύς the dance fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …   Dictionary of Greek

  • βαλλητύς — βαλλητύς, η (Α) 1. η βολή 2. γιορτή της Δήμητρας στην Ελευσίνα με λιθοβολισμό μεταξύ των νέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία ο όρος βαλλητύς είναι δάνειο που συνδέεται παρετυμολογικά με το βάλλω λόγω της μορφής του θέματός του… …   Dictionary of Greek

  • λήστις — λῆστις, εως, ἡ (Α) 1. λήθη, λησμονιά («ὀρχηστύς θ ἅμα κακῶν τε λῆστις», Ευρ.) 2. φρ. «λῆστιν ἴσχω» λησμονώ, επιλανθάνομαι (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λᾱθ τις (< θ. λᾱθ τού λανθάνω, πρβλ. λήθη) με συριστικοποίηση τού θ προ τού τ (πρβλ. *πιθ τός > …   Dictionary of Greek

  • μολπή — η (ΑΜ μολπή) 1. άσμα, ωδή, τραγούδι («τὴν καλλικέλαδον καὶ λιγυραῑς μολπαῑς κατακηλοῡσαν... τὴν Ἐκκλησίαν τοῡ Χριστοῡ εὔλαλον ἀηδόνα», Μηναί.) 2. μτφ. μουσικός τόνος, ευχάριστος ρυθμικός ήχος («η... μολπή τών κυμβάλων», Ζαλοκ.) αρχ. 1. άσμα με… …   Dictionary of Greek

  • ὀρχηστύι — ὀρχηστύϊ , ὀρχηστύς the dance fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστύν — ὀρχηστύ̱ν , ὀρχηστύς the dance fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”